𐀓𐀙𐀐𐀲𐀂

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 10:54, 18 Απριλίου 2021 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (κῠνᾱγ)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ku
na ke ta i

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

𐀓𐀙𐀐𐀲𐀂 (ku-na-ke-ta-i) αρσενικό

  • κυνηγός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.