dais

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
ενικός πληθυντικός
dais dais

Ουσιαστικό

dais (fr) αρσενικό

  1. ο ουρανός έδρας, θρόνου, κρεβατιού
  2. (θρησκεία) ο αήρ, με τον οποίο σκεπάζει ο ιερέας το Άγιο Ποτήριο
  3. θόλος πάνω από άγαλμα

Ομώνυμα / Ομόηχα