api
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ινδονησιακά (id)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]api (id)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ape | api |
api (it)
Μαλαϊκά (ms)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]api (ms)