look after
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | look after |
γ΄ ενικό ενεστώτα | looks after |
αόριστος | looked after |
παθητική μετοχή | looked after |
ενεργητική μετοχή | looking after |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]look after (en)
- φροντίζω, κοιτάζω, νοιάζομαι, περιποιούμαι, είμαι υπεύθυνος να φροντίζω κάποιον ή κάτι
- ↪ Who is looking after the baby right now?
- Ποιος φροντίζει τώρα το μωρό;
- ↪ Who will look after the garden while you are away?
- Ποιος θα κοιτάζει τον κήπο όσο λείπεις;
- ↪ Who will look after the kids?
- Ποιος θα νοιαστεί τα παιδιά;
- ↪ They looked after us wonderfully.
- Μας περιποιήθηκαν θαυμάσια.
- ↪ Look after our guest.
- Περιποιήσου το φιλοξενούμενό μας.
- ≈ συνώνυμα: attend to, care for, mind, take care of και tend
- ↪ Who is looking after the baby right now?
Πηγές
[επεξεργασία]- look after - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 457-458, 589, 689, 948. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοιτάζω, νοιάζομαι, περιποιούμαι, φροντίζω