prune
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]prune (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]prune (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]prune (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
prune | prunes |
prune (fr) θηλυκό
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
prune | prune |
prune (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- με χρώμα δαμάσκηνου