prune

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Prune

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

prune (en)

prune (en)

  1. κλαδεύω
  2. (μεταφορικά) περιορίζω



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

prune (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
prune prunes

prune (fr) θηλυκό

  1. (φρούτο) το δαμάσκηνο, το κορόμηλο,
  2. (οικείο) το πρόστιμο

Επίθετο

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
prune prune

prune (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο