stimulateur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό stimulateur stimulateurs
θηλυκό stimulatrice stimulatrices

stimulateur (fr)

  1. ερεθιστικός, διεγερτικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
stimulateur stimulateurs

stimulateur (fr)

  1. (ιατρική) ο βηματοδότης

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη stimuler