[go: nahoru, domu]

Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αρζανηνή

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
Χάρτης των επαρχιών του Βασιλείου της Αρμενίας το 150, συμπεριλαμβανομένης της Αρζανηνής

Η Αρζανηνή (αρμενικά: Աղձնիք Αγτζνίκ) ήταν ιστορική περιοχή στα νοτιοδυτικά του αρχαίου βασιλείου της Αρμενίας. Κυβερνήθηκε από έναν από τους τέσσερις μπιντάχς (τοπάρχες) της Αρμενίας, τους υψηλότερους ευγενείς υπό του βασιλέως που κυβερνούσαν τις παραμεθόριες περιοχές του βασιλείου.[1] Πιθανή πρωτεύουσά της ήταν η πόλη-φρούριο Αρζήν.[2] Η περιοχή βραχυπρόθεσμα κατέστη πρωτεύουσα της Αρμενίας κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μεγάλου Τιγράνη, ο οποίος έκτισε εκεί την ομώνυμη πόλη Τιγρανόκερτα.[3] Η Αρζανηνή τέθηκε υπό την άμεση φεουδαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μετά την Ειρήνη της Νισίβιδος το 298. Επανήλθε για λίγο υπό τον έλεγχο των Αρμενίων περί το 371 αλλά σύντομα χάθηκε ξανά μετά τη διχοτόμηση της Αρμενίας το 387.[3]

Γεωγραφία

Η Αρζανηνή βρισκόταν μεταξύ του δυτικού Τίγρη και των ανατολικών Ορέων του Ταύρου, καλύπτοντας έκταση περίπου 15.102 τετραγωνικών χιλιομέτρων.[1][2] Βρισκόταν στα ανατολικά του Νυμφαίου ποταμού και στα δυτικά του Κεντρίτη ποταμού (αμφότεροι παραπόταμοι του Τίγρη).[2][4] Η περιοχή ήταν φυσικά χωρισμένη μεταξύ του ορεινού τμήματος πιο κοντά στον Ταύρο στα βόρεια, το οποίο είχε εξαιρετικά ψυχρό κλίμα, και του πεδινού τμήματος στον νότο, το οποίο είχε θερμό και ξηρό κλίμα.[5] Η Αρζανηνή ήταν φημισμένη για τα ποτάμια και τις πηγές της, καθώς και τα ορυχεία σιδήρου και μολύβδου. Η κτηνοτροφία, η αμπελοκαλλιέργεια και η οινοποίηση ήταν καλά ανεπτυγμένες στην επαρχία. Η επαρχία είχε περίπου επτά φρούρια.[2]

Παραπομπές

  1. 1,0 1,1 Eremyan.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Hewsen, σελ. 157.
  3. 3,0 3,1 Hewsen, σελ. 158.
  4. Hakobyan, Melik-Bakhshyan & Barseghyan, σελ. 180.
  5. Eremyan 1975.

Πηγές