[go: nahoru, domu]

Γενικά με τον ελληνικό όρο γαστρονομία (< γαστρο- (< γαστήρ, γαστρός = κοιλιά) + -νομία < νέμω), διεθνή σήμερα, χαρακτηρίζεται η τέχνη απόλαυσης εκλεκτής τροφής, στην οποία και συμπεριλαμβάνεται όχι μόνο η επιλογή και η παρασκευή της τροφής αλλά και το σερβίρισμα της. Σύμφωνα με τον πρώτο ορισμό που έδωσε ο διάσημος Γάλλος γαστρονόμος του 18ου αιώνα Ζαν-Αντέλμ Μπριγιά-Σαβαρέν: "Γαστρονομία είναι η βαθιά γνώση όλων όσων αφορούν την διατροφή του ανθρώπου". Σήμερα ορίζεται γενικά ως τέχνη και επιστήμη της ανθρώπινης διατροφής.

Στο διάβα των αιώνων οι γαστρονομικές συνήθειες των διαφόρων λαών αποτέλεσαν πολιτιστικό δεσμό ίσως ισχυρότερα από γλωσσικό, ή άλλου είδους επίδραση. Σήμερα οι διάφοροι λαοί μπορούν ακόμα και να διακριθούν ανάλογα με τις γαστρονομικές συνήθειές τους, ιδιαίτερα διακριτές των βορείων περιοχών, της Ασίας, της Μέσης Ανατολής, της Μεσογείου, της Λατινικής Αμερικής κ.λπ. που η κύρια διαφορά τους προέρχεται από την τοπική παραγωγή π.χ. του ρυζιού στην Άπω Ανατολή, των μπαχαρικών στη ΝΑ. Ασία, του ελαιόλαδου στη Μεσόγειο, ο αραβόσιτος στη Λατινική Αμερική κ.λπ.

  • "Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica" τομ.16ος, σελ.214.