[go: nahoru, domu]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γραφείο τα γραφεία
      γενική του γραφείου των γραφείων
    αιτιατική το γραφείο τα γραφεία
     κλητική γραφείο γραφεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γραφείο < αρχαία ελληνική γραφεῖον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣɾaˈfi.o/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γραφείο ουδέτερο

  1. έπιπλο κατάλληλο για να γράψει κανείς
  2. δωμάτιο σε σπίτι, διαμορφωμένο και επιπλωμένο ως χώρος μελέτης
  3. χώρος σε εταιρεία ή υπηρεσία που στεγάζει τις δραστηριότητες ενός υπαλλήλου ή στελέχους
  4. υπηρεσία ή κατάστημα που προσφέρει συγκεκριμένες υπηρεσίες
    γραφείο ευρέσεως εργασίας
    γραφείο κηδειών
    δικηγορικό γραφείο
  5. χώρος που χρησιμοποιεί ένας πολιτικός για να έρχεται σε επαφή με το κοινό
    οι βουλευτές παίρνουν επίδομα για τα έξοδα του πολιτικού γραφείου τους
  6. συλλογικό όργανο λήψης αποφάσεων σε πολιτικό κόμμα
    το Πολιτικό Γραφείο του ΠΑΣΟΚ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία