όνομα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | όνομα | τα | ονόματα |
γενική | του | ονόματος | των | ονομάτων |
αιτιατική | το | όνομα | τα | ονόματα |
κλητική | όνομα | ονόματα | ||
δοτική ενικού ονόματι (ὀνόματι) | ||||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- όνομα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὄνομα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁nḗh₃mn̥
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈo.no.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐νο‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαόνομα ουδέτερο
- η λέξη με την οποία αποκαλείται ένας άνθρωπος, ή ζώο ή ένας τόπος
- (για ανθρώπους)
- → δείτε μικρό όνομα, το βαφτιστικό
- ↪ Του έδωσαν το όνομα του παππού του, Παύλος.
- → δείτε επώνυμο, επίθετο, οικογενειακό όνομα, πατρικό
- ↪ Το όνομα της οικογένειας Κολοκοτρώνη ήταν ένα παρατσούκλι.
- ↪ Ποιο είναι το πατρικό όνομα της μητέρας σου;
- (γενικότερα) το ονοματεπώνυμο
- → δείτε μικρό όνομα, το βαφτιστικό
- (για ανθρώπους)
- (μεταφορικά) η καλή ή κακή φήμη
- ↪ Έχει βγάλει κακό όνομα.
- ↪ Του βγήκε τ' όνομα.
- (γραμματική) όρος που περιλαμβάνει τα ουσιαστικά και τα επίθετα
- ↪ μέρος λόγου: όνομα ουσιαστικό (κύριο ή προσηγορικό), μέρος λόγου: όνομα επίθετο
- (προγραμματισμός) το αναγνωριστικό, λέξη με την οποία ταυτοποιείται μία οντότητα (εντολή, μεταβλητή, συνάρτηση, κλπ) σε μια γλώσσα προγραμματισμού
- → δείτε τις λέξεις δεσμευμένο αναγνωριστικό και δεσμευμένη λέξη
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠαροιμίες
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
ονομ-
ονομ-
- ακατονόμαστα (επίρρημα)
- ακατονόμαστος
- ακατονομάστως
- αμετονόμαστος
- ανονόμαστος
- ανονόματος
- αντονομάζω, αντονομάζομαι
- αντονομασία
- αυτονομάζομαι
- διπλόνομα
- διπλονομάζω
- διπλονόματος
- εξονοματίζω
- επονομάζω, επονομάζομαι
- επονομαζόμενος
- επονομασία
- κακονόμαστος
- κακονοματίζω
- κακονοματισμένος
- καλονόματος
- κατονομάζω, κατονομάζομαι
- κατονομασία
- κατονομασμένος
- μετονομάζω, μετονομάζομαι
- μετονομασία
- μετονοματικός
- νοματαίοι
- νομάτες
- νοματίζω
- νομάτισμα
- νομάτοι
- ονομάζω, ονομάζομαι
- ονομασία
- ονομαστί
- ονομαστικά (επίρρημα)
- ονομαστική (πτώση)
- ονομαστικός
- ονομαστικώς
- ονομαστός
- ονοματάκι
- ονοματίζω, ονοματίζομαι
- ονοματιζούμενος
- ονοματικά (επίρρημα)
- ονοματικός
- ονομάτισμα
- ονοματισμένος
- παρόνομα
- παρονομάζω, παρονομάζομαι
- παρονομασία
- παρονομαστής
- παρονοματίζω
- προνόμι
- προσονομάζω, προσονομάζομαι
- προσονομασία
- συνονόματος
- τριπλονόματος
επίσης, σύνθετα
- ονοματο-, ονοματ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ονοματο- στο Βικιλεξικό όπως ονοματεπώνυμο, ονοματολογία, ονοματομανία, ονοματοποιώ
- Όροι με ονοματ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
με ωμέγα (συνθετική έκταση) σε σύνθετα του αιολικού ὄνυμα
- -ωνυμικός
- -ωνύμιο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ωνύμιο στο Βικιλεξικό
- -ώνυμο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ώνυμο στο Βικιλεξικό
- -ώνυμος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ώνυμος στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά
- αγιωνύμιο
- ακτωνύμιο
- ανδρωνύμιο
- ανθρωπωνύμιο
- αντώνυμος
- ανώνυμος
- δασωνύμιο
- δενδρωνύμιο
- εδαφωνύμιο
- εθνωνύμιο
- επώνυμος
- ετερώνυμος
- ζωωνύμιο
- μακροτοπωνύμιο
- μητρωνύμιο
- μικροτοπωνύμιο
- ναωνύμιο
- οδωνύμιο
- οικωνύμιο
- ομώνυμος
- ορεωνύμιο / ορωνύμιο
- παρωνύμιο
- παρώνυμος
- πατριδωνύμιο
- πατρωνύμιο
- πατρώνυμο
- προσωπωνύμιο
- συνώνυμος
- τοπωνυμία
- τοπωνύμιο
- τριώνυμο
- υδρωνύμιο
- φυτωνύμιο
- ψευδώνυμο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία όνομα
προγραμματισμός