Dorf
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Dorf | die | Dörfer |
γενική | des | Dorfes Dorfs |
der | Dörfer |
δοτική | dem | Dorf Dorfe |
den | Dörfern |
αιτιατική | das | Dorf | die | Dörfer |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /dɔʁf/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Dorf
Ουσιαστικό
επεξεργασίαDorf (de) ουδέτερο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαDorf αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Dorf < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαDorf αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]