kuzino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kuzino | kuzinoj |
αιτιατική | kuzinon | kuzinojn |
kuzino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kuzino | kuzinoj |
αιτιατική | kuzinon | kuzinojn |
kuzino (eo)