navel
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαnavel (en)
Συνώνυμα
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- navel < (άμεσο δάνειο) αγγλική navel
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
navel | navels |
navel (fr) αρσενικό
- (φρούτο) είδος πορτοκαλιού