[go: nahoru, domu]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

navel (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
navel < (άμεσο δάνειο) αγγλική navel

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
navel navels

navel (fr) αρσενικό