[go: nahoru, domu]

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό stimulateur stimulateurs
θηλυκό stimulatrice stimulatrices

stimulateur (fr)

  1. ερεθιστικός, διεγερτικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
stimulateur stimulateurs

stimulateur (fr)

  1. (ιατρική) ο βηματοδότης

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη stimuler