stimulateur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | stimulateur | stimulateurs |
θηλυκό | stimulatrice | stimulatrices |
stimulateur (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
stimulateur | stimulateurs |
stimulateur (fr)
- (ιατρική) ο βηματοδότης
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη stimuler