αρρενωπότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αρρενωπότητα • (arrenopótita) f (plural αρρενωπότητες)
Declension
[edit]Declension of αρρενωπότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρρενωπότητα • | αρρενωπότητες • |
genitive | αρρενωπότητας • | αρρενωποτήτων • |
accusative | αρρενωπότητα • | αρρενωπότητες • |
vocative | αρρενωπότητα • | αρρενωπότητες • |
Related terms
[edit]- see: άρρενας m (árrenas, “man”)
Further reading
[edit]- αρρενωπότητα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language