γκαρσονιέρα
Greek
editEtymology
editFrom French garçonnière.
Pronunciation
editNoun
editγκαρσονιέρα • (gkarsoniéra) f (plural γκαρσονιέρες)
- single room apartment, flatlet (often used for sexual encounters)
- servant's quarters
Declension
editDeclension of γκαρσονιέρα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γκαρσονιέρα • | γκαρσονιέρες • |
genitive | γκαρσονιέρας • | γκαρσονιέρων • |
accusative | γκαρσονιέρα • | γκαρσονιέρες • |
vocative | γκαρσονιέρα • | γκαρσονιέρες • |