ύφος
Étymologie
modifier- Du grec ancien ὕφος, úphos (« tissu »).
Nom commun
modifierύφος, ýfos \Prononciation ?\ neutre
- Style, manière de faire les choses.
- κομψό ύφος, style élégant.
- Expression, air du visage, ton de la voix.
- μου απάντησε με πολύ αυστηρό ύφος.
- μου απάντησε με πολύ αυστηρό ύφος.