Σλάβα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
Δείτε επίσης: σλάβα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σλάβα οι Σλάβες
      γενική της Σλάβας των Σλάβων
    αιτιατική τη Σλάβα τις Σλάβες
     κλητική Σλάβα Σλάβες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σλάβα < Σλάβ(ος) +

Κύριο όνομα

Σλάβα θηλυκό

Σύνθετα

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σλάβος

Ετυμολογία 2

Σλάβα < (μεταγραφή) ρωσική слава (δόξα) ως δεύτερο συνθετικό ονομάτων

Κύριο όνομα

Σλάβα αρσενικό, άκλιτο