συνθετικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sin.θe.tiˈko/

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
συνθετικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συνθετικός. Εννοείται το ουσιαστικό 'μέρος' ή 'στοιχείο'

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συνθετικό τα συνθετικά
      γενική του συνθετικού των συνθετικών
    αιτιατική το συνθετικό τα συνθετικά
     κλητική συνθετικό συνθετικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

συνθετικό ουδέτερο

  1. (γλωσσολογία, γραμματική) κάθε μία από τις λέξεις που ενώνονται για να δημιουργήσουν μία νέα λέξη με τη διαδικασία της σύνθεσης
    στη λέξη 'πηγαινοέρχομαι' το πρώτο συνθετικό είναι 'πηγαίνω' και το δεύτερο συνθετικό είναι 'έρχομαι'
  2. νήμα από συνθετική ύλη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
συνθετικό < κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

συνθετικό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του συνθετικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του συνθετικός