compensation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
ενικός | πληθυντικός |
compensation | compensations |
Ουσιαστικό
compensation (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αποζημίωση, το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε αυτόν που έπαθε κάποια ζημιά
- (μη μετρήσιμο, ειδικά αμερικανικά αγγλικά) η αμοιβή, η αποζημίωση, τα χρήματα που λαμβάνει ένας εργαζόμενος για τη δουλειά του
- ↪ Lazy people are equated with hard workers when there’s no differentiation in compensation of work.
- Εξισώνονται οι τεμπέληδες με τους εργατικούς, όταν δεν υπάρχει διαφοροποίηση στην αμοιβή της εργασίας.
- ↪ They began to little by little cut our overtime compensation.
- Άρχισαν να μας κόβουν λίγο-λίγο την υπερωριακή αποζημίωση.
- ↪ Lazy people are equated with hard workers when there’s no differentiation in compensation of work.
Πηγές
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
compensation (fr)
- η αποζημίωση, ο συμψηφισμός, το αντιστάθμισμα, η αντιστάθμιση, η αντιρρόπηση