schlecht

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 17:07, 5 Αυγούστου 2023 από τον 92.239.103.64 (συζήτηση)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

schlecht (de)

  • άσχημα
    er fühlte sich schlecht - αισθανόταν άσχημα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]