κοκκινόμαυρος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.ciˈno.ma.vɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοκ‐κι‐νό‐μαυ‐ρος
Επίθετο
κοκκινόμαυρος, -η, -ο
- που έχει κόκκινο και μαύρο χρώμα
- ※ Ηταν Οκτώβριος του 2014 όταν βρέθηκα για πρώτη φορά στην έρευνα του ναυαγίου των Αντικυθήρων. Προσεγγίσαμε το σημείο όπου βρισκόταν το αρχαίο σκαρί με φουσκωτό σκάφος. Με έπιασε δέος, μόνο με τη σκέψη πως μπροστά μου ήταν ο τεράστιος κοκκινόμαυρος βράχος που προσέκρουσε το πλοίο προτού βυθιστεί και πως το κουφάρι του βρισκόταν ακριβώς από κάτω μας, σε βάθος 55 μ.
- Νίκος Βατόπουλος, Επιστρέφουν οι δύτες στο ναυάγιο των Αντικυθήρων, Η Καθημερινή, 5 Σεπτεμβρίου 2017
- ※ Ηταν Οκτώβριος του 2014 όταν βρέθηκα για πρώτη φορά στην έρευνα του ναυαγίου των Αντικυθήρων. Προσεγγίσαμε το σημείο όπου βρισκόταν το αρχαίο σκαρί με φουσκωτό σκάφος. Με έπιασε δέος, μόνο με τη σκέψη πως μπροστά μου ήταν ο τεράστιος κοκκινόμαυρος βράχος που προσέκρουσε το πλοίο προτού βυθιστεί και πως το κουφάρι του βρισκόταν ακριβώς από κάτω μας, σε βάθος 55 μ.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κοκκινόμαυρος
|
Πηγές
- κοκκινόμαυρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)