Decke
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Decke (de) θηλυκό
- η κουβέρτα
- brauchst du eine Decke? - χρειάζεσαι (καμιά) κουβέρτα;
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Decke αρσενικό ή θηλυκό