Decke

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Decke (de) θηλυκό

brauchst du eine Decke? - χρειάζεσαι (καμιά) κουβέρτα;


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Decke αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]