Heft
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Heft | die | Hefte |
γενική | des | Hefts Heftes |
der | Hefte |
δοτική | dem | Heft Hefte |
den | Heften |
αιτιατική | das | Heft | die | Hefte |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Heft (de) ουδέτερο
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Heft αρσενικό ή θηλυκό