matter of course

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
matter of course < → δείτε τις λέξεις matter, of και course

Έκφραση

[επεξεργασία]

matter of course (en)

  1. λογικό ή φυσιολογικό αποτέλεσμα
  2. αναμενόμενο ή συνηθισμένο αποτέλεσμα

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • συνηθισμένη χρήση: as a matter of course