matter of course
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]matter of course (en)
- λογικό ή φυσιολογικό αποτέλεσμα
- αναμενόμενο ή συνηθισμένο αποτέλεσμα
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- συνηθισμένη χρήση: as a matter of course