merit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
merit | merits |
merit (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | merit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | merits |
αόριστος | merited |
παθητική μετοχή | merited |
ενεργητική μετοχή | meriting |
merit (en)