more often than not
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]more often than not (en)
- (ιδιωματισμός) τις περισσότερες φορές
- ↪ He’s drunk more often than not.
- Τις περισσότερες φορές είναι μεθυσμένος.
- ↪ He’s drunk more often than not.