nay

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

nay (en)

  1. (επίσημο) όχι

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη no