other
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Αντωνυμία
[επεξεργασία]other (en)
- άλλος, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε άτομα ή πράγματα που είναι πρόσθετα ή διαφορετικά από άτομα ή πράγματα που έχουν αναφερθεί ή είναι γνωστά
- ↪ Others are responsible for the situation, not me.
- Άλλοι είναι υπεύθυνοι για την κατάσταση και όχι εγώ.
- ↪ Some work hard and others are on vacation.
- Άλλοι δουλεύουν σκληρά και άλλοι κάνουν διακοπές.
- ↪ He likes to be of help to others, in particular when they are a friend.
- Του αρέσει να εξυπηρετεί τον άλλον, όταν μάλιστα είναι φίλος.
- ↪ He works twice as hard as others.
- Δουλεύει διπλάσια από τους άλλους.
- ↪ Don’t listen to the others.
- Μην ακούς τον ένα και τον άλλο.
- ↪ That way you won’t be able to be bothered by the others.
- Έτσι δε θα μπορεί να σε ενοχλεί ο ένας κι ο άλλος.
- ↪ We weren’t officially informed; we were trying to figure something out from the others.
- Δεν ενημερωθήκαμε επίσημα· από τον έναν και τον άλλο προσπαθούσαμε κάτι να μάθουμε.
- ↪ Others are responsible for the situation, not me.
- άλλος, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται στο δεύτερο από δύο άτομα ή πράγματα
- ↪ We are two brothers; one studied engineering and the other a doctor.
- Είμαστε δυο αδέρφια· ο ένας σπούδασε μηχανικός και ο άλλος γιατρός.
- ↪ Don’t confuse things, one situation is handled differently than the other.
- Μη συγχέεις τα πράγματα, αλλιώς αντιμετωπίζεται η μία κατάσταση και αλλιώς η άλλη.
- ↪ We are two brothers; one studied engineering and the other a doctor.
- άλλος, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε άτομα ή πράγματα που παραμένουν σε μια ομάδα
- ↪ These books are his. The others are mine.
- Αυτά τα βιβλία είναι δικά του. Τα άλλα είναι δικά μου.
- ↪ These books are his. The others are mine.
Επίθετο
[επεξεργασία]other (en) (χωρίς παραθετικά)
- άλλος, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε άτομα ή πράγματα που είναι πρόσθετα ή διαφορετικά από άτομα ή πράγματα που έχουν αναφερθεί ή είναι γνωστά
- ↪ I like oranges; I don’t eat other fruits.
- Μου αρέσουν τα πορτοκάλια· τα άλλα φρούτα δεν τα τρώω.
- ↪ I don’t want any other sweets.
- Δε θέλω άλλο γλυκό.
- ↪ He works twice as hard as other people.
- Δουλεύει διπλάσια από τους άλλους.
- ↪ I like oranges; I don’t eat other fruits.
- άλλος, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται στο δεύτερο από δύο άτομα ή πράγματα
- ↪ They don’t want to accept, but they have no other choice.
- Δε θέλουν να δεχτούν, αλλά δεν έχουν άλλη επιλογή.
- ↪ They don’t want to accept, but they have no other choice.
- άλλος, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε άτομα ή πράγματα που παραμένουν σε μια ομάδα
- ↪ I will wear my other shoes; these are dirty.
- Θα φορέσω τα άλλα παπούτσια μου· αυτά είναι βρώμικα.
- ↪ I will wear my other shoes; these are dirty.
- (the other) αντίθετος, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε ένα μέρος, κατεύθυνση κτλ. που είναι αντίθετο από το πού βρίσκομαι, πηγαίνω κτλ.
Πηγές
[επεξεργασία]- other (adjective, pronoun) - Oxford Learner's Dictionaries
- other (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 34. ISBN 9780194325684., λήμμα: άλλος