orthogonal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]orthogonal (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | orthogonal | orthogonaux |
θηλυκό | orthogonale | orthogonales |
Επίθετο
[επεξεργασία]orthogonal (fr)