ambiguity
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ambiguity | ambiguities |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ambiguity (en)
- (μη μετρήσιμο) η νοηματική ασάφεια, το να έχουν περισσότερες από μία πιθανές έννοιες
- ↪ It is used in speech to avoid potential ambiguity.
- Χρησιμοποιείται στον λόγο για να αποφευχθεί ενδεχόμενη ασάφεια.
- ↪ It is used in speech to avoid potential ambiguity.
- η ασάφεια, η αμφισημία
- ↪ His report is full of ambiguities.
- Η αναφορά του είναι γεμάτη ασάφειες.
- ↪ His report is full of ambiguities.
- ο διπλός χαρακτήρας ενός πράγματος