butcher

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
butcher butchers

butcher (en)

  1. ο κρεοπώληςκρεοπώλισσα, ο χασάπηςχασάπισσα, ο/η σφαγέας
  2. το κρεοπωλείο
  3. (μεταφορικά) κάποιος που διέπραξε μια ειδεχθή δολοφονία
ενεστώτας butcher
γ΄ ενικό ενεστώτα butchers
αόριστος butchered
παθητική μετοχή butchered
ενεργητική μετοχή butchering

butcher (en)

  1. σφάζω ζώα και ετοιμάζω το κρέας για τους αγοραστές
  2. σφαγιάζω, κατακρεουργώ, κατασφάζω, κάποιον, τον σκοτώνω με ειδεχθή τρόπο
  3. κατακρεουργώ, σκοτώνω, χειροτερεύω κάτι κάνοντας το με πολύ άσχημο τρόπο
    He butchered the poem.
    Το κατακρεούργησε το ποίημα.
    You butchered the song!
    Το σκότωσες το τραγούδι!