butcher
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
butcher | butchers |
butcher (en)
- ο κρεοπώλης/η κρεοπώλισσα, ο χασάπης/η χασάπισσα, ο/η σφαγέας
- το κρεοπωλείο
- (μεταφορικά) κάποιος που διέπραξε μια ειδεχθή δολοφονία
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | butcher |
γ΄ ενικό ενεστώτα | butchers |
αόριστος | butchered |
παθητική μετοχή | butchered |
ενεργητική μετοχή | butchering |
butcher (en)
- σφάζω ζώα και ετοιμάζω το κρέας για τους αγοραστές
- σφαγιάζω, κατακρεουργώ, κατασφάζω, κάποιον, τον σκοτώνω με ειδεχθή τρόπο
- κατακρεουργώ, σκοτώνω, χειροτερεύω κάτι κάνοντας το με πολύ άσχημο τρόπο
- ↪ He butchered the poem.
- Το κατακρεούργησε το ποίημα.
- ↪ You butchered the song!
- Το σκότωσες το τραγούδι!
- ↪ He butchered the poem.