bobotë

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bobotë (sq) θηλυκό

  1. καλαμποκάλευρο
  2. χυλός αλλά και ψωμί που παρασκευάζεται από καλαμποκάλευρο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]