commandement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
commandement commandements

commandement (fr) αρσενικό

  1. (θρησκεία) η εντολή
  2. (στρατός) το διοικητήριο
  3. η αρχηγία