compile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

compile (en)

  1. συντάσσω, συνθέτω, καταρτίζω κάτι συγκεντρώνοντας στοιχεία από διάφορες πηγές
  2. (προγραμματισμός, πληροφορική-μεταγλώττιση) μεταγλωττίζω πηγαίο κώδικα σε εκτελέσιμο αρχείο

Συγγενικά

[επεξεργασία]