context
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
context | contexts |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]context (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- το πλαίσιο, το συγκείμενο,τα συμφραζόμενα, οι συμφράσεις, οι συνθήκες, η κατάσταση στην οποία συμβαίνει κάτι και αυτό με βοηθά να το καταλάβω
- ↪ Seen in this context…
- Αν το δεις κανείς μέσα σ' αυτό το πλαίσιο…
- ↪ Seen in this context…
- τα σχετικά ή επιδρώντα με κάτι
- πράγματα που συνέβησαν παράλληλα με κάτι