dünn

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

dünn (de)

  • λεπτός
    die Tür ist dünn - η πόρτα είναι λεπτή

Αντώνυμα

[επεξεργασία]