dyslalie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
dyslalie dyslalies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dyslalie (fr) θηλυκό