delay

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
delay delays

delay (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η καθυστέρηση, η αργοπορία, η επιβράδυνση, μια χρονική περίοδος που κάποιος ή κάτι πρέπει να περιμένει εξαιτίας ενός προβλήματος που κάνει κάτι αργό ή καθυστερημένο
    a delay in work - καθυστέρηση των εργασιών
    Due to a breakdown, we took off after a short delay.
    Λόγω βλάβης απογειωθήκαμε με μικρή καθυστέρηση.
    Due to the dense traffic, we arrive at the airport with a delay.
    Εξαιτίας της πυκνής κυκλοφορίας φτάσαμε με αργοπορία στο αεροδρόμιο.
    There has been a notable delay in the departure of the train.
    Σημειώθηκε κάποια επιβράδυνση στην αναχώρηση του τρένου.
  2. (μη μετρήσιμο) η καθυστέρηση, η αναβολή, η χρονοτριβή, αποτυχία να κάνω κάτι γρήγορα ή τη σωστή στιγμή· η ενέργεια του να καθυστερώ/χρονοτριβώ/αναβάλλω
    without further delay - χωρίς άλλη καθυστέρηση/χρονοτριβή
    delay of payment - αναβολή πληρωμής
ενεστώτας delay
γ΄ ενικό ενεστώτα delays
αόριστος delayed
παθητική μετοχή delayed
ενεργητική μετοχή delaying

delay (en)

  1. (μεταβατικό) καθυστερώ, αργοπορώ, κάνω κάποιον ή κάτι αργά ή τον αναγκάζω να κάνει κάτι πιο αργά
    The airplane was delayed an hour.
    Το αεροπλάνο καθυστέρησε μια ώρα.
    The traffic delayed us.
    Μας καθυστέρησε η κυκλοφορία.
    What delayed you so long?
    Τι σε αργοπόρησε τόσο;
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) καθυστερώ, αναβάλλω, χρονοτριβώ, αργοπορώ, δεν κάνω κάτι μέχρι αργότερα ή κάνω κάτι να συμβεί αργότερα
    I will delay my departure for a few days.
    Θα καθυστερήσω την αναχώρησή μου για μερικές ημέρες.
    We must delay the sale until we find the money.
    Πρέπει να καθυστερήσουμε την πώληση ώσπου να βρούμε χρήματα.
    I must delay going abroad.
    Πρέπει να αναβάλλω τον πηγαιμό μου στο εξωτερικό.
    Let’s not delay any longer, because the train is leaving.
    Να μη χρονοτριβούμε άλλο, γιατί το τρένο φεύγει.
    Don’t delay in writing to him/getting dressed.
    Μην αργοπορήσεις να του γράψεις/να ντυθείς.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]