dole
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dole (en)
- επίδομα ανεργίας
- (λαϊκότροπο) η ανεργία
- ψυχικός πόνος, ψυχική οδύνη
- (μεταφορικά) μοίρασμα της τύχης, μοίρα
- οικονομική ενίσχυση, παρεχόμενο γεύμα ή παροχή αγαθών σε απόρους