ethnique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛt.nik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ethnique ethniques

ethnique (fr) αρσενικό ή θηλυκό