efficiency
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
efficiency | efficiencies |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]efficiency (en)
- (μη μετρήσιμο) η αποδοτικότητα, η απόδοση, η ιδιότητα του αποδοτικού
- ↪ We have reached a high degree of efficiency.
- Φτάσαμε σε υψηλό βαθμό αποδοτικότητας.
- ↪ The efficiency of government services is bad.
- Η απόδοση των κρατικών υπηρεσιών είναι κακή.
- ↪ We have reached a high degree of efficiency.
- (μη μετρήσιμο) η απόδοση, η σχέση μεταξύ της ποσότητας ενέργειας που πηγαίνει σε μια μηχανή και της ποσότητας που αυτή παράγει
- ↪ thermal/mechanical efficiency - θερμική/μηχανική απόδοση
- ↪ total/mean efficiency - ολική/μέση απόδοση
- η γκαρσονιέρα, διαμέρισμα ενός δωματίου