fondamentalisme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
fondamentalisme fondamentalismes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fondamentalisme (fr) αρσενικό