grêle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡʁɛːl/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
grêle grêles

grêle (fr) θηλυκό