huilerie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
huilerie < huile

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɥil.ʁi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
huilerie huileries

huilerie (fr) θηλυκό

  1. το ελαιοτριβείο
  2. η βιομηχανία παραγωγής φυτικών ελαίων

Συγγενικά

[επεξεργασία]