huile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
huile huiles

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

huile (fr) θηλυκό

  1. το λάδι
  2. (οικείο) άτομο υψηλά ιστάμενο, που έχει υψηλό βαθμό σε μια ιεραρχία

Συγγενικά

[επεξεργασία]