heat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
heat | heats |
heat (en)
- (φυσική) θερμότητα, θερμική ενέργεια
- ↪ this furnace puts out 5000 BTUs of heat - → λείπει η μετάφραση
- ζέστη
- ↪ Stay out of the heat of the sun! - → λείπει η μετάφραση
- καύσωνας
- ↪ heat wave - κύμα καύσωνος' - → λείπει η μετάφραση
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, συνήθως ενικός) η φωτιά, το επίπεδο της θερμοκρασίας
- ↪ I am cooking the food on low/on high heat.
- Ψήνω το φαΐ σε χαμηλή/σε δυνατή φωτιά.
- ↪ I am cooking the food on low/on high heat.
- το ουσιαστικό ενός καρυκεύματος που καίει
- ↪ the chili sauce gave the dish heat
- ένταση, ιδιαίτερα συναισθηματική, ζέση
- ↪ it's easy to make bad decisions in the heat of the moment
- σεξουαλική έξαψη, κάψα
- ↪ the male canines were attracted by the female in heat
- υπερβολική προσοχή, επιτήρηση
- ↪ The heat from her family after her DUI arrest was unbearable.
- (αθλητισμός) προκριματική κούρσα
- ↪ the runner had high hopes, but was out of contention after the first heat
Συγγενικά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | heat |
γ΄ ενικό ενεστώτα | heats |
αόριστος | heated |
παθητική μετοχή | heated |
ενεργητική μετοχή | heating |
heat (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) θερμαίνω, ζεσταίνω
- ↪ I’ll heat the water for a bath.
- Θα ζεστάνω το νερό για μπάνιο.
- ↪ The house is heated by coal.
- Το σπίτι ζεσταίνεται με κάρβουνο.
- ↪ I’ll heat the water for a bath.
- (μεταφορικά) ανάβω, ερεθίζω (σεξουαλικά)
- ↪ The massage heated her up.