hotte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- hotte < ελβετική hutte (ίδια έννοια)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
hotte | hottes |
hotte (fr) θηλυκό
- είδος καλαθιού που έχει αορτήρες και φέρεται στην πλάτη
- Hotte de vendangeur. - Καλάθι για τη μεταφορά των σταφυλιών από το αμπέλι.
- Porter la hotte.
- Hotte d’un chiffonnier.
- Il portait son petit neveu, Et tous nos dieux en une hotte. — (Paul Scarron, Virg. II.)
- il n’est bon qu’à porter la hotte, είναι ένας ανίκανος
- Les délices dont M. et Mme de Marsan jouissent présentement, méritent bien que vous les voyiez quelquefois, et que vous les mettiez dans votre hotte ; et moi je mérite d’être dans celle où vous mettez ceux qui vous aiment ; mais je crains que vous n'ayez point de hotte pour ces derniers. — (Marquise de Sévigné, Lett. du 29 mars 1696.)
- hottes battues, ou hottes poissées: τα καλάθια που χρησιμεύουν στη μεταφορά του κρασιού από τα πατητήρια προς τα βαρέλια. Είναι χτυπημένα, σφιγμένα, αλειμένα με πίσσα για να μην ξεφεύγει το κρασί
- δοχείο για τα νερά από τις κουζίνες και τις σοφίτες
- τσαπί
- το εσωτερικό μέρος μιας καμινάδας, που είναι κεκλιμένο, στις παλιές κουζίνες
- το κάτω ανοιχτό μέρος μιας καμινάδας, πάνω από τον φούρνο ενός εργαστηρίου, ενός σιδηρουργείου, που χρησιμεύει στην εκκένωση των καπνών
- fausse hotte: κλειστή καμινάδα, πάνω από το τζάκι
- (Νορμανδία) μικρό δίκυκλο κάρο για τη μεταφορά της κοπριάς στα χωράφια
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Παρώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- hotte στη γαλλική Βικιπαίδεια