ink

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ink (en)

  1. το μελάνι (για γράψιμο, της σουπιάς)
  2. το τατουάζ

ink (en)

  1. μελανώνω
  2. υπογράφω ένα έγγραφο
  3. κάνω σε κάποιον τατουάζ