input
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]input (en)
- η εισαγωγή, εισακτέα τιμή, εισακτέο δεδομένο
- μία καταχώρηση
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
input στην αγγλική Βικιπαίδεια